Μουσειακή εκπαίδευση
Η μουσειακή εκπαίδευση έχει αναπτυχθεί διεθνώς τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Πολλά μουσεία ανά τον κόσμο ανανεώνουν και εμπλουτίζουν την κοινωνική και εκπαιδευτική τους πολιτική με νέες πρακτικές έκθεσης συλλογών και σχεδιασμού εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Το έντονο ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού (των διάφορων κοινωνικών ομάδων, των σχολείων, των οικογενειών) για τους χώρους πολιτισμού γενικά, και για τα μουσεία ειδικά, τροφοδοτεί τον αντίστοιχο στοχασμό και διάλογο.
Οι αναζητήσεις αυτές έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου κλάδου της επιστήμης της μουσειολογίας: της μουσειακής εκπαίδευσης, η οποία ορίζεται ως:
η παιδαγωγική, το πεδίο εφαρμογών της οποίας έγκειται στον χώρο του μουσείου. Ο σύγχρονος μουσειοπαιδαγωγικός στοχασμός έρχεται ως διεπιστημονική συνάντηση πορισμάτων από πολλές επιστήμες. Βασίζεται σε σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες και συνδέεται με τη διεξαγωγή εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων μέσα στο μουσείο, δραστηριότητες που απευθύνονται στη σχολική ηλικία, αλλά και σε διάφορες ομάδες πληθυσμού
(Νάκου, Ε., 2001: 177-182 )
Σήμερα, το μουσείο εφαρμόζει νέες πολιτικές και πρακτικές, έχοντας ως κύριο στόχο να ενισχύσει τη μαθησιακή διαδικασία στους εκθεσιακούς του χώρους με τη φιλοσοφία της εκπαιδευτικής αξιοποίησης των συλλογών του. Η εκπαίδευση σε συνδυασμό με τη ψυχαγωγία μέσα από εναλλακτικούς τρόπους παρουσίασης και προσέγγισης των συλλογών είναι η βασική αποστολή της εκπαιδευτικής πολιτικής του μουσείου.
Η μουσειακή εκπαίδευση αποσκοπεί στην καλύτερη αξιοποίηση της εκπαιδευτικής αξίας του υλικού πολιτισμού με εναλλακτικές μορφές επικοινωνίας και μάθησης. Καθορίζει το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, που ενθαρρύνουν άτομα και κοινωνικές ομάδες (ανεξάρτητα από προέλευση, ικανότητες, ηλικία και δεξιότητες) να προσεγγίζουν, να κατανοούν, να ερμηνεύουν και να αξιοποιούν δημιουργικά τους χώρους πολιτισμού. Ενισχύοντας τον εκπαιδευτικό τους ρόλο, η μουσειακή εκπαίδευση αποσκοπεί στην πολύπλευρη αξιοποίηση του υλικού πολιτισμού, στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της γνώσης, αλλά και των συναισθηματικών, σωματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων˙ αποσκοπεί στην προώθηση της παιδείας στο σύνολο της κοινωνίας. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, επαναπροσδιορίζει τον ορισμό της «μάθησης» που πραγματοποιείται σε χώρους πολιτισμού. Ο τρόπος που το άτομο προσεγγίζει τη νέα γνώση, οι παράγοντες που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία και η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει νοήματα, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της μάθησης μέσα στο μουσείο.
Τα μουσεία, ως πηγές γνώσης και έρευνας, συνεισφέρουν στην παραγωγή γνώσης με καινοτόμες εκπαιδευτικές δράσεις που έχουν ως στόχο να αναπτύξουν κίνητρα που θα οδηγήσουν στην προώθηση της μάθησης, ανατρέποντας τις παραδοσιακές δομές της εκπαίδευσης. Η μάθηση στο μουσείο δε συμπίπτει με την έννοια της τυπικής εκπαιδευτικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο. Σε τυπικές μορφές εκπαίδευσης, η μάθηση είναι το προϊόν μιας σειράς μαθημάτων ή διαλέξεων που έχουν ήδη προαποφασιστεί από το δάσκαλο ή τον καθηγητή με στόχο ο μαθητής να αποκτήσει συγκεκριμένες γνώσεις. Σε μη τυπικές μορφές εκπαίδευσης, όπως αυτών των μουσείων, η μάθηση είναι επιλογή του ίδιου του «μαθητή», δηλαδή του επισκέπτη και δεν αφορά συγκεκριμένες ακαδημαϊκές γνώσεις, αλλά εστιάζει στα συναισθήματα, τα ενδιαφέροντα, τις πεποιθήσεις ή και τις αξίες για τη θεματική που διαπραγματεύονται οι μουσειακές συλλογές / εκθέσεις. Η μουσειακή μάθηση ορίζεται:
ως μία μετασχηματική εμπειρία, κατά την οποία ο επισκέπτης αναπτύσσει νέες στάσεις, ενδιαφέροντα, αξίες ή στάσεις ζωής, η οποία υποστηρίζεται από τα ερμηνευτικά μέσα, τα πολυαισθητηριακά εκθέματα και τα διαδραστικά πολυμέσα, εστιάζοντας κυρίως στα αντικείμενα
(Lord, B., 2007: 13-19)
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι ένας συμμετοχικός ερευνητικός τρόπος μάθησης με διαθεματική και διεπιστημονική διάσταση. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ορίζεται ως:
η διαδικασία που επιδιώκει την εξοικείωση με το μουσείο, την ανάπτυξη των ικανοτήτων του κοινού και τον εφοδιασμό του με τρόπους για ανεξάρτητη μάθηση
(Άλκηστις, 1995: 19)
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο επίσκεψης στο μουσείο που δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον ίδιο τον επισκέπτη, και κυρίως στο παιδί, και στην ανάπτυξη της σχέσης του με αυτό. Δεν χρειάζεται να είναι προσανατολισμένο στη διδασκαλία ενός γνωστικού περιεχομένου, καθώς ο βασικός του στόχος δεν είναι η κατάκτηση κάποιας συγκεκριμένης γνώσης. Οι κυριότεροι στόχοι του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι:
η εξέλιξη της αντίληψης του επισκέπτη για τη λειτουργία και τη σημασία του μουσείου, μεταμορφώνοντας την επίσκεψή του σε μια ευχάριστη εμπειρία προσαρμοσμένη στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά του
η εξοικείωση του επισκέπτη, και κυρίως των παιδιών, με τον μουσειακό χώρο, το έργο τέχνης, την πολιτιστική, τεχνολογική και φυσική κληρονομιά
η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να ανακαλύψει τρόπους μελέτης με αφορμή τα μουσειακά αντικείμενα σε σχέση με την καθημερινή του ζωή, συνδέοντας με τρόπο ουσιαστικό τη νέα γνώση με την προϋπάρχουσα
η ενθάρρυνση του επισκέπτη να παρατηρήσει, να ερευνήσει, να πειραματιστεί, να μάθει μέσα από τις αισθήσεις, χωρίς να του μεταδοθούν απλά πληροφορίες
η ενίσχυση της ελεύθερης έκφρασης και της προσωπικής πρωτοβουλίας, χωρίς το άγχος της (σχολικής) εξέτασης και της αποτυχίας
Με τα εκπαιδευτικά προγράμματα η αλλαγή της οπτικής της χρήσης και της χρησιμότητας του μουσείου αποδεικνύεται μέσα από κάθε αίθουσα, κάθε έκθεμα, κάθε χρονολογική περίοδο που μπορεί να είναι θέμα εκπαιδευτικού προγράμματος. Η αυτοτέλεια του κάθε προγράμματος αφήνει την πύλη του μουσείου ανοιχτή για πολλές επισκέψεις με διαφορετικό στόχο, επιτρέπει την έρευνα, τη μελέτη, τη συνεργασία και συντελεί στη διαμόρφωση μιας ευχάριστης εμπειρίας – που μπορεί να αποτελεί η επίσκεψη στο μουσείο.
(Άλκηστις, 1995: 19)